- πατάσσω
- ΝΜΑχτυπώ κάποιον δυνατά (α. «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ...» β. «τὸν ἄρχοντα... ἐὰν μὲν ἐστεφανωμένον πατάξῃς ἢ κακῶς εἴπης, ἄτιμος», Δημοσθ.)νεοελλ.1. τιμωρώ αυστηρά («θα παταχθούν οι ταραξίες»)2. ταλαιπωρώ, βασανίζω («κρουφά κλεφτά την πάτασσε τού έρωτα η οδύνη», Ερωτόκρ.)3. καταστέλλω, κατανικώ, εξαλείφω («θα παταχθεί η τρομοκρατία»)αρχ.1. (για την καρδιά) πάλλομαι, χτυπώ («ἐν δὲ τε οἱ κραδίη στέρνοισι πατάσσει», Ομ. Οδ.)2. σκοτώνω, φονεύω3. χτυπώ ελαφρά, κρούω («πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῡ Πέτρου ἤγειρεν αὐτόν», ΚΔ)4. μτφ. επιφέρω κλονισμό, συντρίβω («ἐξαίφνης πόθος τὴν καρδίαν ἐπάταξε», Αριστοφ.)5. (για μέλισσα) κεντώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος].
Dictionary of Greek. 2013.